Έως τις αρχές του 20ου αιώνα, η διαδικασία της θυρεοειδεκτομής συνοδευόταν από σοβαρές επιπλοκές, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας που έφταναν σχεδόν το 40%. Ανάμεσα στις βασικές αιτίες των θανατηφόρων επιπλοκών ήταν η αιμορραγία μεγάλης έκτασης, η φλεγμονή, ο υποπαραθυρεοειδισμός και το μυξοίδημα. Ο Theodor Kocher, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1909, ανέλαβε να αντιμετωπίσει αυτές τις επιπλοκές, αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο των παραθυρεοειδών. Με μία βελτιωμένη τεχνική της θυρεοειδεκτομής, κατόρθωσε να μειώσει δραστικά το ποσοστό θνησιμότητας σε μόλις 0,5%.
Σήμερα, η διαδικασία αυτή από έμπειρο και εξειδικευμένο χειρουργό θυρεοειδούς δεν έχει καθόλου κίνδυνο και οι επιπλοκές έχουν μειωθεί σημαντικά. Οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση επιπλοκών περιλαμβάνουν:
- Την έλλειψη εμπειρίας του χειρουργού.
- Την έλλειψη εξειδίκευσης.
- Την επανεγχείρηση.
- Τη διεξαγωγή επεμβάσεων σε περιπτώσεις εκτεταμένης κακοήθειας.
- Τις δυσκολίες σε ανατομικό επίπεδο.
- Το αιμορραγικό χειρουργικό πεδίο.
Στη συνέχεια, ακολουθούν οι 6 πιο σοβαρές επιπλοκές μετά από την επέμβαση θυρεοειδεκτομής καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της καθεμιάς.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 1: Υποπαραθυρεοειδισμός
Ο υποπαραθυρεοειδισμός είναι σοβαρή επιπλοκή της ολικής αφαίρεσης του θυρεοειδούς. Προκαλείται από την αφαίρεση, τον τραυματισμό ή την καταστροφή των παραθυρεοειδών αδένων και της αγγείωσής τους. Συνήθως είναι προσωρινός (10% με 15%), αλλά μπορεί να είναι και μόνιμος σε πολύ μικρό ποσοστό (1%). Τα επίπεδα ασβεστίου παρακολουθούνται για τουλάχιστον δύο μέρες μετά την επέμβαση.
Σε περιπτώσεις όπου το ασβέστιο είναι ελαφρά χαμηλότερο από το φυσιολογικό και δεν υπάρχουν συμπτώματα, δεν χρειάζεται θεραπεία για την επαναλειτουργία των παραθυρεοειδών. Ο υποπαραθυρεοειδισμός που σχετίζεται με τετανία αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου και τη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D από το στόμα. Η παροδική μορφή υποπαραθυρεοειδισμού ανακάμπτει σε 4-6 εβδομάδες, ενώ μπορεί να διαρκέσει περισσότερο για κάποιους μήνες.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 2: Θυρεοτοξική Κρίση
Η θυρεοτοξική κρίση αποτελεί σοβαρή επιπλοκή μετά τη θεραπεία υπερθυρεοειδισμού μέσω θυρεοειδεκτομής. Η προετοιμασία του ασθενούς και η κατάλληλη χρονική στιγμή για τη χειρουργική αντιμετώπιση είναι ζωτικής σημασίας. Κατά την επέμβαση, ο χειρουργός πιέζει τον αδένα, προκαλώντας απελευθέρωση υπερβολικών ορμονών, προκαλώντας πυρετό και ταχυκαρδία. Είναι σημαντικό ο πυρετός να διαφοροδιαγνωστεί από την κακοήθη υπερπυρεξία. Όταν εμφανιστεί η θυρεοτοξική κρίση, η επέμβαση διακόπτεται και λαμβάνονται μέτρα αντιμετώπισης, όπως κορτικοστεροειδή, ψυχρά επιθέματα, φάρμακα, οξυγόνο, υγρασία και γλυκόζη με ενδοφλέβιο τρόπο. Η κακή διαχείριση μπορεί να έχει θανατηφόρες συνέπειες.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 3: Αιμορραγία
Η μετεγχειρητική αιμορραγία είναι μια από τις πλέον επικίνδυνες επιπλοκές μετά από θυρεοειδεκτομή. Ο ασθενής αντιλαμβάνεται πίεση και πόνο στον λαιμό, δυσκολία κατάποσης και σε πιο σοβαρά στάδια εμφανίζεται δύσπνοια. Είναι αναγκαία η άμεση αντιμετώπιση με επανεγχείρηση για την εκτέλεση διάνοιξης του τραύματος, εντοπισμός και απολίνωση του αιμορραγούντος αγγείου. Σπανιότερες επιπλοκές περιλαμβάνουν φλεγμονή, τραυματισμούς σε οισοφάγο και τραχεία, απόστημα, σύνδρομο Horner, τραχειομαλακία, πνευμοθώρακα και τραυματισμό στον θωρακικό πόρο.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 4: Ετερόπλευρη Παράλυση Παλίνδρομου (Κάτω) Λαρυγγικού Νεύρου (ΠΛΝ)
Η παράλυση του ΠΛΝ μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη και η φύση της βλάβης ποικίλει. Η αιτία μπορεί να είναι τραυματισμός, πλήρης διατομή, απολίνωση, σύνθλιψη, διάταση, πίεση, κάκωση ή ισχαιμία κατά τη διάρκεια αναρρόφησης. Η εισαγωγή κορτικοστεροειδών πριν από τη χειρουργική επέμβαση μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο προσωρινής παράλυσης (από 9% σε 2,5%), ενώ η χορήγησή τους μετά τη μόνιμη παράλυση μπορεί να επιταχύνει την αποκατάσταση από 7-8 μήνες σε 4-8 βδομάδες. Αν η βλάβη εντοπιστεί αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, πρέπει να εξεταστεί το χειρουργικό τραύμα και εάν υπάρχει διατομή, να γίνει συρραφή του νεύρου ή να αφαιρεθεί η απολίνωση. Συνήθως, ο χειρουργός μπορεί να αποφύγει τη διατομή του νεύρου, εάν το έχει παρασκευάσει εκ των προτέρων.
Στην κλινική παρουσία, ο ασθενής δείχνει διάφορα επίπεδα βραχνιάσματος στη φωνή, αδυναμία βηξίματος, μικροεισροφήσεις και εύκολη κόπωση στη φωνή. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν εβδομάδες ή μήνες μετά την επέμβαση. Η αποκατάσταση της φωνής μπορεί να χρειαστεί ορισμένες εβδομάδες ή μήνες, είτε εξαιτίας της επαναλειτουργίας του λαρυγγικού, είτε εξαιτίας της αντιρρόπησης του ετερόπλευρου παλίνδρομου νεύρου καθώς και των υγιών φωνητικών χορδών. Ακόμη, η λογοθεραπεία είναι πάντα μία χρήσιμη επιλογή θεραπείας.
Αν η δυσλειτουργία συνεχίζεται και υπάρχουν εισροφήσεις, η προσωρινή λύση της ένεσης Gelfoam ή κολλαγόνου είναι αποτελεσματική. Μετά από αναμονή 9 με 12 μηνών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέθοδοι που μετακινούν τη φωνητική χορδή προς τη μέση γραμμή. Αυτές περιλαμβάνουν την έγχυση υλικού ή την ένθεση εμφυτεύματος μέσω παραθύρου στον θυρεοειδή χόνδρο. Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία για εκτίμηση της βελτίωσης της φωνής κατά τη διάρκειά της.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 5: Αμφοτερόπλευρη Παράλυση των ΠΛΝ
Συνήθως, σε περιπτώσεις που υπάρχει βλάβη και στα δύο παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα μετά από την αποσωλήνωση, παρατηρείται δυσκολία στην αναπνοή με εισπνευστικό συριγμό. Η φωνή, ωστόσο, συνήθως είναι καλή. Σε λίγες περιπτώσεις ασθενών, η βλάβη μπορεί να περάσει απαρατήρητη χωρίς έντονα συμπτώματα. Κάποιοι από αυτούς τους ασθενείς παρουσιάζουν αργότερα δυσκολία στην αναπνοή μετά από έντονη προσπάθεια. Ο έλεγχος από τον ΩΡΛ και τον πνευμονολόγο αποκαλύπτει τη βλάβη.
Η θεραπεία περιλαμβάνει τρεις μεγάλες κατηγορίες επεμβάσεων: επανεύρωση φωνητικών χορδών, απαγωγή-καθήλωση (ώστε να διευρυνθεί η γλωττίδα) και οπίσθια χορδεκτομή ή χορδοτομή με laser. Σε πειραματικό στάδιο είναι η ηλεκτρική διέγερση με βηματοδότη και οι επεμβάσεις στον οπίσθιο κρικαρυταινοειδή μυ.
Επέμβαση Θυρεοειδεκτομής – Επιπλοκή 6: Βλάβη στον Έξω Κλάδο του Άνω Λαρυγγικού Νεύρου
Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει περιορισμό στο εύρος των διαφορετικών συχνοτήτων της φωνής. Ακόμη, ο ασθενής δυσκολεύεται να τραγουδήσει, η φωνή του μπορεί να ακούγεται αδύναμη ή με ελαφριά βραχνάδα, και η φωνή του «κουράζεται» εύκολα. Κατά την εξέταση με λαρυγγοσκόπηση, η φωνητική χορδή εμφανίζεται κοντύτερη και πιο χαμηλά από την κανονική θέση. Κατά τη φώνηση, ο ασθενής δεν μπορεί να μιλήσει με τη φωνή του με τον ίδιο τρόπο όπως κάνει συνήθως, και ο λάρυγγας στρέφεται προς την πλευρά που δεν έχει πρόβλημα. Για θεραπεία η μόνη λύση είναι η λογοθεραπεία.